τεταρτιάζω

τεταρτιάζω
Ν
κόβω κάτι σε τέσσερα μέρη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τέταρτος / τετάρτι. Το ρ. μαρτυρείται από το 1853 στον Κ. Ασώπιο].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”